φωτιστικῶν

φωτιστικῶν
φωτιστικός
illuminating
fem gen pl
φωτιστικός
illuminating
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νέον — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ne. Ανήκει στην ομάδα μηδέν του περιοδικού συστήματος (ομάδα των ευγενών αερίων), έχει ατομικό αριθμό 10 και ατομικό βάρος 20,183, τρία σταθερά ισότοπα Ne20, Ne22 και Ne21, κατά τάξη αφθονίας, και τέσσερα ραδιενεργά… …   Dictionary of Greek

  • φιτίλι — το, Ν 1. η θρυαλλίδα διαφόρων φωτιστικών αντικειμένων ή συσκευών, άπτρα, ελλύχνιο (α. «φιτίλι κεριού» β. «φιτίλι τής καντήλας» γ. «φιτίλι τής λάμπας» δ. «φιτίλι αναπτήρα») 2. η θρυαλλίδα πυροδότησης όπλου, εκρηκτικής ύλης, εμπυρεύματος ή… …   Dictionary of Greek

  • φωτισμός — ο, ΝΜΑ [φωτίζω] παροχή φωτός νεοελλ. 1. προσαγωγή φωτός στα αντικείμενα ή στο περιβάλλον τους προκειμένου αυτά να γίνουν ορατά 2. συνεκδ. το σύνολο τών συσκευών που παράγουν φως, τών φωτιστικών σωμάτων, σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον («ο φωτισμός …   Dictionary of Greek

  • Μάινινγκεν, Γκέοργκ φον- — (Georg von Meiningen, Μάινινγκεν 1826 – 1914). Γερμανός δούκας, μαικήνας και σκηνοθέτης του θεάτρου. Προικισμένος με εξαιρετικά οργανωτικά προσόντα, όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση του δουκάτου του Μάινινγκεν κατέβαλε εξαιρετικές προσπάθειες για την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”